- κίκυς
- κῑκυς, ἡ (Α)(ποιητ. τ.) δύναμη, ενεργητικότητα («σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι κῑκυς οὐδ' αἱμόρρυτοι φλέβες» — δεν έχεις δύναμη μέσα σου ούτε τρέχει στις φλέβες σου αίμα, Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. προελληνικής προελεύσεως, ενώ, κατ' άλλους, προέρχεται από ένα επίθ. *κικFός «ισχυρός», που σχηματίστηκε πιθ. από κύρια ον., είναι όπως τα Κῖκος, Κίκων, Κίκκων].
Dictionary of Greek. 2013.